μαγαζάτορας

μαγαζάτορας
ο
1) хозяин магазина, лавочник; 2) хозяин мастерской

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαγαζάτορας" в других словарях:

  • μαγαζάτορας — ο ο ιδιοκτήτης μαγαζιού, ο καταστηματάρχης: Δούλεψε σκληρά μέχρι να γίνει από υπάλληλος μαγαζάτορας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγαζάτορας — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής μαγαζιού, καταστήματος πώλησης ή εργαστηρίου, μικροκαταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. άτορας (πρβλ. εστι άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • -άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… …   Dictionary of Greek

  • αλογάτορας — ο ο αλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο ή απευθείας από τον τ. άλογο + παράγων, κατάλ. άτορας (πρβλ. μαγαζί μαγαζάτορας)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»